ἐξαλλάκτης
Look at other dictionaries:
εξαλλάκτης — ἐξαλλάκτης, ο (Α) [εξαλλάσσω] αλαζόνας … Dictionary of Greek
ἐξαλλάκτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαλλάκτην — ἐξαλλάκτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοτοπευτής — κλοτοπευτής, ὁ (Α) [κλοτοπεύω] (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαλλάκτης, ἀλαζών» … Dictionary of Greek